ανεκκαθάριστος

ανεκκαθάριστος
ος , ον
1) нерасчищенный (о счёте); 2) валовый;

ανεκκαθάριστα κέρδη — валовый доход


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανεκκαθάριστος" в других словарях:

  • ανεκκαθάριστος — η, ο (για λογαριασμούς), αυτός που δεν ξεκαθαρίστηκε, δεν τακτοποιήθηκε: Εκείνος ο παλιός λογαριασμός μένει ακόμη ανεκκαθάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεκκαθάριστος — η, ο 1. (λογαριασμός κ.λπ.) για τον οποίο δεν έγινε εκκαθάριση 2. αυτός που δεν ξεκαθάρισε, δεν διευκρινίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκκαθαρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ.Α. Κυπριάδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»